Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τοῖς ὅπλοις

См. также в других словарях:

  • ACCO — I. ACCO mulier iam decrepita, cum faciem, (quam ad speculum explorabat) seniô deformatam conspiceret, animi aegritudine in insaniam lapsa est: Cael. Rhodig. l. 16. c. 2. Inde Accissare veteres dixerunt pro ineptire, delirate, vel insanire.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επεισβαίνω — ἐπεισβαίνω (Α) εισορμώ («ἐπεισβαίνοντες ξὺν τοῑς ὅπλοις εἰς τὴν θάλασσαν», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • καταστράπτω — (Α) 1. (για τον Δία και τον Απόλλωνα) ρίχνω στη γη αστραπές 2. χτυπώ κάποιον με αστραπή, τυφλώνω, θαμπώνω 3. γεμίζω με λάμψη κάτι, κάνω κάποιον ή κάτι να λάμπει από κάτι αστραφτερό («ἀργυροῑς... τοῑς ὅπλοις τὸ πεδίον καταστράπτων», Ηλιόδ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • μυσταγωγός — ὁ (Α μυσταγωγός, όν) αυτός που εισάγει, που μυεί κάποιον στα μυστήρια, ο κατηχητής («ἱερεῑς δὲ καὶ μύστας καὶ μυσταγωγοὺς ἀναλαβὼν καὶ τοῑς ὅπλοις περικαλύψας ἧγεν ἐν κόσμῳ», Πλούτ.) νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μυσταγωγός άτομο που …   Dictionary of Greek

  • περιαστράπτω — ΜΑ 1. λάμπω γύρω από κάποιον, περιβάλλω κάποιον με λάμψη («ἐξαίφνης περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῡ οὐρανοῡ», ΚΔ) 2. μτφ. θαμπώνω κάποιον («τῇ ὑπερβολῇ τοῡ κάλλους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν περιαστράπτοντα», Βασ.) αρχ. 1. αστράφτω ολόγυρα («προσεφάνησαν …   Dictionary of Greek

  • περικεφαλαία — Ο όρος αναφέρεται στα αρχαία χρόνια και σημαίνει προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού των πολεμιστών, κράνος. Η λέξη π. αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πολύβιο. Στον Όμηρο αναφέρεται ως κυνή δηλ. π. από δέρμα κυνός (σκύλου), που τη… …   Dictionary of Greek

  • περισμαραγώ — έω, Α κάνω πάταγο ολόγυρα, κροτώ, ηχώ γύρω γύρω («οὕτω τοῑς ὅπλοις περιεσμαραγεῑτο», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σμαραγῶ «κάνω θόρυβο, κρότο»] …   Dictionary of Greek

  • συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… …   Dictionary of Greek

  • τροχάζω — ΝΜΑ [τροχός ή τρόχος] (για άλογο) πηγαίνω με τροχασμό μσν. αρχ. τρέχω αρχ. 1. βαδίζω γρήγορα, τρέχω 2. φρ. α) «τροχάζω ἐν τοῑς ὅπλοις» κάνω οπλασκία (Πολ.) β) «τροχάζω τήν λαμπάδα» τρέχω σε λαμπαδηδοδρομία …   Dictionary of Greek

  • όρχηση — η (ΑΜ ὄρχησις) [ορχούμαι] ο χορός («μέλος δὲ καὶ ρυθμὸς καὶ ὄρχησις καὶ ῴδή», Πλούτ.) αρχ. 1. παντομιμικός χορός 2. φρ. α) «ὄρχησις ἐν (τοῑς) ὅπλοις» ή «ὄρχησις ἐνόπλιος» πολεμικός χορός β) «Περὶ Ὀρχήσεως» τίτλος έργου τού Λουκιανού …   Dictionary of Greek

  • PAVISARII — memorati Thomae Walsinghamo in Ed. III. Venientemcontra eum cum 7. milibus electis armatorum aliisque armatis Pavisariis, ac balistariis in numero excessivo. Alias Pavesari, et Pavesiatores, Gall. Pavessiers seu Pavescheurs, apud Froissardum… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»